- χαμεταιρίς
- χαμεταιρίςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαμεταιρίς — ίδος, ἡ, Α χαμεταίρα*, πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμεταίρα + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. χαμαιτυπ ίς)] … Dictionary of Greek